- μεσολαβή
- η1. (ως άσκηση γυμναστικής) το πιάσιμο τής μέσης με τα δύο χέρια2. (στο αγώνισμα τής πάλης) λαβή που γίνεται από τον παλαιστή, ο οποίος συσφίγγει με τα δύο χέρια τη μέση τού αντιπάλου του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + λαβή (πρβλ. χειρο-λαβή)].
Dictionary of Greek. 2013.